Oroitzapena II
Efeso
Eserita hitz egiten zuen
antzinako arkupe baten marmolezko aztarna moduko batean;
eskuinean, zabal eta huts, lautada
ezkerrean arratseko itzalak menditik jaisten ziren:
“Nonahi dago poema. Zure ahotsa
batzuetan bere ondora iristen da
tarte batez eguzkitan urreztaturiko bailandra bati
lagun egiten dion izurdea bezala,
eta berriro desagertzen da. Nonahi dago poema
haizearen hegoak haizetan bezala,
lipar batez kaioaren hegoak ukitu zituztenak.
Gure bizitzaren berdina eta desberdina, nola aldatzen den
biluzi den emakume baten aurpegia
eta halere berdin dirau. Maite izan duenak
badaki: gainerakoen argira
mundua suntsitu egiten da; baina zuk gogoratu:
Hades eta Dioniso berdinak dira”.
Esan zuen, eta bide luzea hartu zuen
portu zaharrera daramana, orain ihien azpian
hondoratutakora. Ilunabarra
animaliaren baten heriotzarako prest balego bezala,
hain biluz.
Gogoan dut oraindik:
joniar hondartzetan barrena bidaiatzen zuen, antzokietako maskor hutsetan barrena,
harri lehorraren gainean sugandila soilik herrestatzen zen lekuan,
eta nik galdetu nion: “Beteko al dira berriro noizbait?”
Eta erantzun zidan: “Agian, heriotzako orduan”.
Eta orkestran zehar korrika egin zuen oihuka:
“Utzidazue anaia entzuten!”.
Eta isiltasuna gogorra zen gure inguruan
eta ez zuen arrastorik uzten urdinaren kristalean.
Μνημη, Α’
καί ή θάλασσα ουκ ’έστιν ’έτι
Κι εγώ στά χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι- / ήταν έρημη ή νύχτα το φεγγάρι στή χάση / και μύριζε το χώμα άπό τήν τελευταία βροχή. / Ψιθύρισα- «Ή μνήμη όπου και νά τήν αγγίξεις πονεΐ, / ό ούρανός είναι λίγος, θάλασσα πιά δέν υπάρχει, / ό,τι σκοτώνουν τή μέρα τ’ άδειάζουν μέ κάρα πίσω άπ’ τή ράχη». // Τά δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ’ αύτή τή φλογέρα / πού μοΰ χάρισε ένας γέροντας βοσκός έπειδή τοΰ είπα καλησπέρα- / οΐ άλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμό- / ξυπνοΰν, ξυρίζουνται, κι άρχίζουν μεροκάματο τό σκοτωμό, / όπως κλαδεύεις ή χειρουργεΐς, μεθοδικά, χωρίς πάθος- / 6 πόνος νεκρός σάν τον Πάτροκλο καί κανείς δέν κάνει λάθος. // Συλλογίστηκα νά φυσήξω ένα σκοπό κι έπειτα ντράπηκα τον άλλο κόσμο / αυτόν πού μέ βλέπει πέρ’ άπ’ τή νύχτα μές άπ’ τό φώς μου / πού υφαίνουν τά κορμιά ζωντανά, οί καρδιές γυμνές / κι ή άγάπη πού άνήκει καί στις Σεμνές / καθώς καί στον άνθρωπο καί στην πέτρα καί στο νερό καί στο χορτάρι / καί στο ζώο πού κοιτάει κατάματα τδ θάνατο πού έρχεται νά τδ πάρει. // Έτσι προχώρεσα στο σκοτεινδ μονοπάτι / κι έστριψα στδ περβόλι μου κι έσκαψα κι έθαψα τδ καλάμι / καί πάλι ψιθύρισα- «Θά γίνει ή άνάσταση μιάν αύγη, / πώς λάμπουν την άνοιξη τά δέντρα θά ροδαμίσει τοϋ ορθρου ή μαρμαρυγή, / θά ξαναγίνει τδ πέλαγο καί πάλι τδ κύμα θά τινάξει την Άφροδίτη- / είμαστε δ σπόρος πού πεθαίνει». Καί μπήκα στ’ αδειανό μου τδ σπίτι.