XXI
Guk, erromesaldi honetara abiatu garenok
hautsitako estatuei begiratu diegu
geure buruaz ahaztu gara eta esan dugu bizitza ez dela hain aise galtzen,
heriotzak aztertu gabeko bideak
eta justizia berezkoa dituela;
gu, oraino zutik, hiltzen garen bitartean
harrian senidetuta
zailtasunean eta ahultasunean elkartuta,
antzinako hilek zirkulutik ihes egin zutela eta berpiztu egin zirela
eta irri egiten dutela lasaitasun arraro batean.
ΚA’
Έμεΐς πού ξεκινήσαμε γιά το προσκύνημα τοΰτο / κοιτάξαμε τά σπασμένα αγάλματα / ξεχαστήκαμε και είπαμε πώς δε χάνεται ή ζωή τόσο εύκολα / πώς έχει ό θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους / καί μιά δική του δικαιοσύνη- // πώς όταν έμεϊς ορθοί στά πόδια μας πεθαίνουμε / μέσα στήν πέτρα άδερφωμένοι / ένωμένοι μέ τή σκληρότητα καί τήν άδυναμία, / οί παλαιοί νεκροί ξεφύγαν άπ’ τον κύκλο καί άναστήθηκαν / καί χαμογελάνε μέσα σέ μιά παράξενη ήσυχία.