XV
Quid πλατανὼν opacissimus?
Loak bildu zintuen, zuhaitz batek bezala, hosto berdeekin,
arnasa hartzen zenuen, zuhaitz batek bezala, argi geldian,
zure aurpegia behatu nuen iturri gardenean:
betazalak itxita eta betileak ura orrazten.
Ene atzamarrek belar bigunean aurkitu zituzten zure atzamarrak
pultsua atxiki nizun lipar batez
eta zure bihozmina beste nonbait nabaritu nuen.
Bananondoaren azpian, uretatik gertu, ereinotzen artean
loak garraiatzen zintuen eta zatikatzen
nire inguruan, nigandik gertu, nik zu osorik ukitu ezin zintudalarik
zure isiltasunarekin bat eginda;
zure itzala handitzen eta txikitzen ikusten,
beste itzalen artean galtzen,
askatzen eta atxikitzen zintuen beste munduan.
Bizitzeko eman ziguten bizitza, bizi izan dugu.
Erruki zaitez hainbesteko egonarriz itxaroan dauden haietaz
ereinotz beltzetan galduta bananondo astunen azpian
eta uharkekin eta putzuekin bakarti mintzatzen
eta ahotsaren uhinetan itotzen diren haietaz.
Erruki zaitez gure gabezia eta izerdi bera izan
eta bele baten gisan hondakinetatik haratago eguzkitan murgildu zen lagunaz
gure ordainsariaz gozatzeko itxaropenik gabe.
Emaguzu, loa ez ezik, lasaitasuna ere.
ΙΕ’
Ό ύπνος σέ τύλιξε, σάν ενα δέντρο, μέ πράσινα φύλλα, / άνάσαινες, σάν ενα δέντρο, μέσα στο ήσυχο φως, / μέσα στή διάφανη πηγή κοίταξα τή μορφή σου" / κλεισμένα βλέφαρα καί τά ματόκλαδα χάραζαν τό νερό. / Τά δάχτυλά μου στο μαλακό χορτάρι, βρήκαν τά δάχτυλά σου / κράτησα τό σφυγμό σου μιά στιγμή / κι ένιωσα άλλου τον πόνο της καρδιας σου. // Κάτω άπό τό πλατάνι, κοντά στο νερό, μέσα στις δάφνες / ό ύπνος σέ μετακινούσε καί σέ κομμάτιαζε / γύρω μου, κοντά μου, χωρίς νά μπορώ νά σ’ άγγίξω ολόκληρη, / ενωμένη μέ τή σιωπή σου- / βλέποντας τον ίσκιο σου νά μεγαλώνει καί νά μικραίνει, / νά χάνεται στούς άλλους ίσκιους, μέσα στον άλλο / κόσμο πού σ’ άφηνε καί σέ κρατούσε. // Τή ζωή πού μας έδωσαν νά ζήσουμε, τή ζήσαμε. / Λυπήσου εκείνους πού περιμένουν μέ τόση ύπομονή / χαμένοι μέσα στις μαύρες δάφνες κάτω άπό τά βαριά / πλατάνια / κι δσους μονάχοι τους μιλούν σέ στέρνες καί σέ πηγάδια / καί πνίγουνται μέσα στούς κύκλους τής φωνής. // Λυπήσου τό σύντροφο πού μοιράστηκε τη στέρησή μας καί τον ίδρωτα / καί βύθισε μέσα στον ήλιο σάν κοράκι πέρα άπ’ τά μάρμαρα / χωρίς έλπίδα νά χαρεΐ τήν άμοιβή μας. // Δώσε μας, εξω άπό τον ύπνο, τή γαλήνη.