VIII
Baina zeren bila dabiltza gure arimak
korrokoildutako ontzigainetan bidaian
emakume zurbilez beteta eta ume mainatiz
beren burua ahaztu ezinik ez arrain hegalariekin
ez masten puntak seinalatzen dituzten astroekin.
Fonografoen diskoek urratuta
nahi gabe erromesaldi hutsalei lotuta
gogoeta etenak hizkuntza arrotzetan marmarka.
Baina zeren bila dabiltza gure arimak
itsas enbor ustelduetan bidaian
porturik portu?
Puskatutako harriak lekualdatzen, arnasten
nekezago egunetik egunera pinuaren freskura,
igerian itsaso honen uretan
eta beste itsaso harenetan,
ukimenik gabe
gizakirik gabe
dagoeneko gurea ez den aberrian
ezta zuena ere.
Bagenekien uharteak ederrak zirela
hemen itsumustuka bila gabiltzan leku honetatik gertu
pixka bat beherago edo pixka bat gorago
tarte oso txiki batera.
Η’
Μά τί γυρεύουν οί ψυχές μας ταξιδεύοντας / πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών / στριμωγμένες μέ γυναίκες κίτρινες καί μωρά πού κλαΐνε / χωρίς νά μπορούν νά ξεχαστοΰν ούτε μέ τά χελιδονόψαρα / ούτε μέ τ’ άστρα πού δηλώνουν στην άκρη τά κατάρτια. / Τριμμένες άπό τούς δίσκους τών φωνογράφων / δεμένες άθελα μ’ άνύπαρχτα προσκυνήματα / μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις άπό ξένες γλώσσες. // Μά τί γυρεύουν οί ψυχές μας ταξιδεύοντας / πάνω στά σαπισμένα θαλάσσια ξύλα / άπό λιμάνι σέ λιμάνι; // Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, άνασαίνοντας / τή δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα, / κολυμπώντας στά νερά τούτης τής θάλασσας / κι έκείνης τής θάλασσας, / χωρίς άφή / χωρίς ανθρώπους / μέσα σέ μιά πατρίδα πού δέν είναι πιά δική μας / ούτε δική σας. // Τό ξέραμε πώς ήταν ώραΐα τά νησιά / κάπου έδώ τριγύρω πού ψηλαφούμε / λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά / ένα ελάχιστο διάστημα.