Ihesa
Ez zen bestelakoa gure amodioa:
joan-etorrika ibiltzen zen eta ekartzen zizkigun
oso urruneko betazal bat txilotuta,
harrizko irri bat, galduta
goizeko belarrean
maskor bitxi bat, gure arima
jo eta ke azaltzen saiatzen zena.
Gure amodioa ez zen bestelakoa izan: patxadatsu
aritzen zen haztaka inguratzen gintuzten gauzen artean
azaltzeko nolatan ez dugun nahi hil
hain kartsuki.
Eta aldakei eutsi arren eta besarkatu bagenituen ere
eginahalean beste lepo batzuk
eta gure arnasa nahastu bagenuen ere
gizaki haren arnasarekin
eta begiak itxi arren, ez zen hau baino:
ihesari eustearen
samin sakona.
Φυγη
Δέν ήταν άλλη ή άγάπη μας / έφευγε ξαναγύριζε καί μας έφερνε / ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό / ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο / μέσα στο πρωινό χορτάρι / ενα παράξενο κοχύλι πού δοκίμαζε / νά τό εξηγήσει έπίμονα ή ψυχή μας. // Ή άγάπη μας δέν ήταν άλλη ψηλαφούσε / σιγά μέσα στά πράγματα πού μας τριγύριζαν / νά έξηγήσει γιατί δέ θέλουμε νά πεθάνουμε / μέ τόσο πάθος. // Κι άν κρατηθήκαμε άπό λαγόνια κι αν άγκαλιάσαμε / μ’ όλη τή δύναμή μας άλλους αύχένες / κι άν σμίξαμε τήν άνάσα μας μέ τήν άνάσα / έκείνου τοΰ άνθρώπου / κι άν κλείσαμε τά μάτια μας, δέν ήταν άλλη / μονάχα αύτός ό βαθύτερος καημός νά κρατηθοΰμε / μέσα στή φυγή.