I
Mezulariaren
zain egon ginen hiru urtez begiak josita
oso gertutik miatuz
pinuak kostaldea eta izarrak.
Golde-muturrarekin edo ontziaren gilarekin bat eginda
atzera jatorrizko hazia aurkitu nahi genuen
antzina-antzinako drama berriro ernetzeko.
Etxera itzuli ginen txikituta
menbruak akituta, ahoa
herdoilaren eta gesalaren zaporeak janda.
Esnatzean iparralderantz bidaiatu genuen, arrotz,
zauritzen gintuzten beltxargen hego aratzengatik
lanbroetan murgilduta.
Neguko gauetan sortaldeko haize oldartsuak zoratzen gintuen
udan arima eman ezin zuen egunaren agonian galtzen ginen.
Bueltan ekarri ditugu
arte oso apal bateko erliebe hauek.
Α’
Τον άγγελο / τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια / κοιτάζοντας πολύ κοντά / τά πεΰκα τό γιαλό καί τ’ άστρα. / Σμίγοντας την κόψη τ’ αλετριού ή του καραβιού την καρένα / ψάχναμε νά βρούμε πάλι τό πρώτο σπέρμα / γιά νά ξαναρχίσει τό πανάρχαιο δράμα. // Γυρίσαμε στά σπίτια μας τσακισμένοι / μ’ άνήμπορα μέλη, μέ τό στόμα ρημαγμένο / άπό τη γέψη της σκουριάς καί της αρμύρας. / "Οταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά τό βοριά, ξένοι / βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές άπό τ’ άσπιλα φτερά / τών κύκνων πού μας πληγώναν. / Τις χειμωνιάτικες νύχτες μάς τρέλαινε ό δυνατός άγέρας της άνατολης / τά καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στήν άγωνία της μέρας πού δεν μπορούσε νά ξεψυχήσει. // Φέραμε πίσω / αύτά τ’ άνάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.