Epifania, 1937
Itsasoa loretan eta mendiak ilbeheran
harri handia indipikondoen eta anbuloen alboan
egunaren amaieran lehortu nahi ez zuen pegarra
eta ohea itxita nekosten eta zure urrezko adatsaren ondoan;
Zisnearen izarrak eta beste izar hori, Aldebaran.
Nire bizitza mantendu dut nire bizitza mantendu dut bidaiatuz
zuhaitz horien artean euritan
pago-hostoz beteriko hegal isiletan,
surik ez bere gailurrean: iluntzen ari da.
Nire bizitza mantendu dut; zure ezker eskuan lerro bat
ebaki bat zure belaunean, agian egongo dira
aurreko udako harean agian
han egongo dira ipar-haizeak jo zuen lekuan
aintzira izoztuaren inguruan ahots arrotza entzuten dudan bitartean.
Ikusten ditudan aurpegiek ez dute galdetzen ezta makurtuta
umeari bularra ematen dion emakumeak ere.
Mendiak igotzen ditut; belztutako bailarak;
landa elurtuta, landa elurtuaz haratago, ez dute deus galdetzen
ez kapera mutuetan giltzaperatutako denborak
ez eskatzeko luzatzen diren eskuek, eta bideek.
Nire bizitza mantendu dut isiltasun sekulakoan xuxurlaka
dagoeneko ez dakit mintzatzen ezta pentsatzen ere; xuxurlak
nekostaren hatsa bezala gau hartan
gaueko itsasoaren ahots gizatiarra bezala harri-koskorretan
zure ahotsaren oroitzapena bezala “zoriontasuna” esaten.
Begiak ixten ditut uren elkartze sekretuaren bila
itsasoaren irria izotz azpian, itxitako putzuak
nire zainekin alde egiten didaten zainak haztaka
hara igebelarrak eta isiltasunaren elurretan itsu dabilen gizon hau
amaitzen diren lekura.
Nire bizitza mantendu nuen, berarekin, ukitzen zaituen uraren bila
tanta astunak hosto berdeen gainean, zure aurpegian
lorategi hutsean, tantak uharka geldian
bere hego zuri-zurietan hildako zisnearen bila
zuhaitz biziak eta zure begi tinkoak.
Bide hau ez da amaitzen ez da aldatzen, haurtzaroko
urteak gogoratzen saiatu arren, joan ziren haiek,
loaldian itsasoko hilobian galdu ziren haiek,
maitatu zenituen gorputzak makurtzea nahi izan arren
bananondoen adar zakarren azpian han
eguzki-printza biluzi bat gelditu zen lekuan
eta zakur batek jauzi egin zuen eta zure bihotza aztoratu zen tokian
bidea ez da aldatzen; nire bizitza mantendu dut.
Elurra
eta ur izoztua zaldien oinatzetan.
Επιφανια, 1937
Τ’ ανθισμένο πέλαγο καί τά βουνά στη χάση τοΰ φεγγαριού / ή μεγάλη πέτρα κοντά στις άραποσυκιές καί τ’ άσφοδίλια / τό σταμνί πού δέν ήθελε νά στερέψει στο τέλος της μέρας / καί τό κλειστό κρεβάτι κοντά στά κυπαρίσσια καί τά μαλλιά σου / χρυσά- τ’ άστρα τοΰ Κύκνου κι έκεΐνο τ’ άστρο ό ’Αλδεβαράν. // Κράτησα τή ζωή μου κράτησα τή ζωή μου ταξιδεύοντας / άνάμεσα στά κίτρινα δέντρα κατά τό πλάγιασμα τής βροχής / σέ σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες μέ τά φύλλα τής όξιας, / καμιά φωτιά στήν κορυφή τους- βραδιάζει. / Κράτησα τή ζωή μου- στ’ άριστερό σου χέρι μιά γραμμή / μιά χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα νά υπάρχουν / στήν άμμο τοΰ περασμένου καλοκαιριού τάχα / νά μένουν έκεΐ πού φύσηξε ό βοριάς καθώς άκούω / γύρω στήν παγωμένη λίμνη τήν ξένη φωνή. / Τά πρόσωπα πού βλέπω δέ ρωτοΰν μήτε ή γυναίκα / περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας τό παιδί της. / Ανεβαίνω τά βουνά- μελανιασμένες λαγκαδιές- ό χιονισμένος / κάμπος, ώς πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δέ ρωτοΰν / μήτε ό καιρός κλειστός σέ βουβά έρμοκλήσια μήτε / τά χέρια πού άπλώνουνται γιά νά γυρέψουν, κι οί δρόμοι. / Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στήν άπέραντη σιωπή / δέν ξέρω πιά νά μιλήσω μήτε νά συλλογιστώ" ψίθυροι / σάν τήν άνάσα τοΰ κυπαρισσιοϋ τή νύχτα έκείνη / σάν τήν άνθρώπινη φωνή τής νυχτερινής θάλασσας στά χαλίκια / σάν τήν άνάμνηση τής φωνής σου λέγοντας «εύτυχία». / Κλείνω τά μάτια γυρεύοντας τό μυστικό συναπάντημα τών νερών / κάτω άπ’ τον πάγο τό χαμογέλιο της θάλασσας τά κλειστά πηγάδια / ψηλαφώντας μέ τις δικές μου φλέβες τις φλέβες έκεϊνες πού μοΰ ξεφεύγουν / έκεΐ πού τελειώνουν τά νερολούλουδα κι αύτός ό άνθρωπος / πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι τής σιωπής. / Κράτησα τή ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας τό νερό πού σ αγγίζει / στάλες βαριές πάνω στά πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου / μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στήν ακίνητη δεξαμενή / βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στά κάτασπρα φτερά του, / δέντρα ζωντανά καί τά μάτια σου προσηλωμένα. // Ό δρόμος αύτός δέν τελειώνει δέν έχει αλλαγή, δσο γυρεύεις / νά θυμηθείς τά παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν εκείνους / πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο τούς πελαγίσιους τάφους, / δσο ζήτας τά σώματα πού άγάπησες νά σκύψουν / κάτω άπδ τά σκληρά κλωνάρια των πλατάνων έκεΐ / πού στάθηκε μιά άχτίδα τοΰ ήλιου γυμνωμένη / καί σκίρτησε ένας σκύλος καί φτεροκόπησε ή καρδιά σου, / ο δρόμος δέν έχει άλλαγή' κράτησα τή ζωή μου. // Tο χιόνι / καί τό νερό παγωμένο στά πατήματα των άλογων.