II. Mizenas
Eman zure eskuak, eman zure eskuak, eman zure eskuak.
Ikusi nuen gauean
mendi-gailur zorrotza
ikusi nuen harantzago zelaia urpetuta
ilargi ikusezin baten argiarekin
ikusi nituen, burua jiratzerakoan
harri beltzak pilatuta
eta ene bizitza tenk soka bat bezala
hasiera eta amaiera
azken unea:
nire eskuak.
Hondoratu egiten da harri handiak jasotzen dituena;
harri hauek jaso nituen ahal izan nuen artean
harri hauek maitatu nituen ahal izan nuen artean
harri hauek, nire halabeharra.
Neure herriak zaurituta
neure alkandorak torturatuta
neure jainkoek kondenatuta,
harri hauek.
Badakit ez dakitela, baina nik
hainbatetan hiltzailearenetik hildakoarenganako bideari
jarraitu izan diodan honek
hildakoarenetik ordaintzerakoa
eta ordaintzearenetik beste hilketarakoa,
haztaka
purpura agorrezina
itzuleraren gau hartan
Beneragarriek txistua jotzeari ekin ziotenean
belar barbanan —
ikusi nituen sugeak sugegorriekin lotuta
leinu txarrean kiribilduta
gure halabeharra.
Ahotsak harritik loalditik atereak
sakonagoak hemen mundua iluntzen den toki honetan,
eginahalaren oroimena
ahaztutako
oinekin lurra jo zuen erritmoan erroturik.
Gorputzak beste garaiko zimenduetan
hondoraturik, biluzik. Begiak
iltzatuta, iltzatuta puntu batean
non nahita ere bereizi ezin dezakezun:
arima
zure arima bihurtzeko lehian.
Dagoeneko isiltasuna ere ez da zurea
hemen errotarriak gelditu ziren tokian.
1935eko urria
Β’. Μυκηνες
Δώσ’ μου τά χέρια σου, δώσ’ μου τά χέρια σου, δώσ’ μου τά χέρια σου. // Είδα μέσα στη νύχτα / τη μυτερή κορυφή τοΰ βουνοΰ / είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο / μέ τό φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού / είδα, γυρίζοντας τό κεφάλι / τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες / καί τή ζωή μου τεντωμένη σά χορδή / άρχή καί τέλος / ή τελευταία στιγμή- / τά χέρια μου. // Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες- / τοΰτες τις πέτρες τις έσήκωσα δσο βάσταξα / τούτες τις πέτρες τις αγάπησα δσο βάσταξα / τοΰτες τις πέτρες, τή μοίρα μου. / Πληγωμένος άπό τό δικό μου χώμα / τυραννισμένος άπό τό δικό μου πουκάμισο / καταδικασμένος άπό τούς δικούς μου θεούς, / τοΰτες τις πέτρες. // Ξέρω πώς δέν ξέρουν, αλλά εγώ / πού ακολούθησα τόσες φορές / τό δρόμο απ’ τό φονιά στο σκοτωμένο / άπ’ τό σκοτωμένο στην πληρωμή / κι άπό τήν πληρωμή στον άλλο φόνο, / ψηλαφώντας / τήν άνεξάντλητη πορφύρα / τό βράδυ εκείνο τοΰ γυρισμοΰ / πού άρχισαν νά σφυρίζουν οί Σεμνές / στο λιγοστό χορτάρι — / είδα τά φίδια σταυρωτά μέ τις οχιές / πλεγμένα πάνω στήν κακή γενιά / τή μοίρα μας. // Φωνές άπό τήν πέτρα άπό τον ύπνο / βαθύτερες έδώ πού ό κόσμος σκοτεινιάζει, / μνήμη τοΰ μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό / πού χτύπησε τή γης μέ πόδια / λησμονημένα. / Σώματα βυθισμένα στά θεμέλια / τοΰ άλλου καιρού, γυμνά. Μάτια / προσηλωμένα προσηλωμένα, σ’ ενα σημάδι / πού όσο κι αν θέλεις δέν τό ξεχωρίζειςˇ / ή ψυχή / που μάχεται γιά νά γίνει ψυχή σου. // Μήτε κι ή σιωπή είναι πιά δική σου / έδώ πού σταματησαν οί μυλόπετρες.