XX
[Andromeda]
Ene bularrean zauria irekitzen da berriro
izarrak jaitsi eta nire gorputzarekin ahaidetzen direnean
isiltasuna amiltzen denean gizakien oinazpietan.
Urteetan hondoratzen diren harri hauek noraino naramate herrestan?
Itsasoa, itsasoa nork agortu ahalko du?
Egunsentiro eskuak ikusten ditut putreari eta belatzari keinuka
oinazeak nire bihurtu duen harkaitz honi lotuta,
zuhaitzak ikusten ditut hildakoen lasaitasun beltza arnasten
eta gero estatuen irribarreak, aurrera egin ezinik.
Κ’. [Ανδρομεδα]
Στο στήθος μου ή πληγή ανοίγει πάλι / δταν χαμηλώνουν τ’ άστρα καί συγγενεύουν μέ το κορμί μου / δταν πέφτει σιγή κάτω άπό τά πέλματα των άνθρώπων. // Αύτές οί πέτρες πού βουλιάζουν μέσα στά χρόνια ως που θά μέ παρασύρουν; / Τή θάλασσα τή θάλασσα, ποιος θά μπορέσει νά τήν εξαντλήσει; / Βλέπω τά χέρια κάθε αύγή νά γνέφουν στο γύπα καί στο γεράκι / δεμένη πάνω στο βράχο πού εγινε μέ τον πόνο δικός μου, / βλέπω τά δέντρα πού άνασαίνουν τή μαύρη γαλήνη των πεθαμένων / κι έπειτα τά χαμόγελα, πού δέν προχωρούν, των άγαλμάτων.