VII
Haize hego
Itsasoak mendebalderantz mendikate batekin bat egiten du.
Gure ezkerrera hego-haizeak jotzen du eta erotu egiten gaitu,
hezurrak haragitik biluzten dituen haize honek.
Gure etxea pinuen eta algarroboen artean.
Leiho handiak. Mahai handiak
duela hainbeste hilabete idazten dizkizugun gutun hauek
idazteko eta bota egiten ditugu
bereizketan hutsunea betetzeko.
Egunsentiko izarra, begiak beheratzen zenituenean
gure orduak gozoagoak ziren olioa
zaurian baino, atseginagoak ur hotza
ahosabaian baino, lasaiagoak beltxargaren hegoak baino.
Gure bizitzari eusten zenion zure esku-ahurrean.
Erbestearen ogi mingotsaren ostean
gauean murru zuriaren aurrean gelditzen bagara
zure ahotsa hurreratzen zaigu su baten itxaropen gisa
eta ostera ere haize honek zorrozten du
aizto bat gure kirioetan.
Gutako bakoitzak gauza bera idazten zizun
eta bakoitza bestearen aurrean isildu egiten zen
bakoitza nor bere aldetik mundu berberari begira
argiari eta mendikateko iluntasunari
eta zuri.
Nork kenduko du atsekabe hau gure bihotzetik?
Atzo iluntzean euri-zaparrada eta gaur berriro ere
zeru goibelak zamatzen gaitu. Gure gogoetek,
atzoko zaparradan pinu-orratzak bezala
gure etxeko atean pilatuta eta alferrikako,
erortzen ari den dorre bat eraiki nahi dute.
Sarraskitutako herrixkotan
lurmutur honetan, haize hegoarentzat irekia
ezkutatzen zaituen mendikatea gure aurrean,
nork hartuko digu aintzat ahanzturaren erabakia?
Nork onartuko du gure eskaintza, udazken honen amaieran?
Ζ’. Νοτιας
Τό πέλαγο σμίγει κατά τή δύση μιά βουνοσειρά. / Ζερβά μας ό νοτιάς φυσάει καί μας τρελαίνει, / αύτός ό άγέρας πού γυμνώνει τά κόκαλα άπ’ τή σάρκα. / Τό σπίτι μας μέσα στά πεϋκα καί στις χαρουπιές. / Μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια / γιά νά γράφουμε τά γράμματα πού σου γράφουμε / τόσους μήνες καί τά ρίχνουμε / μέσα στον άποχωρισμό γιά νά γεμίσει. // ’Άστρο της αύγης, δταν χαμήλωνες τά μάτια / οί ώρες μας ήταν πιο γλυκιές άπό τό λάδι / πάνω στήν πληγή, πιο πρόσχαρες άπό τό κρύο νερό / στον ούρανίσκο, πιο γαλήνιες άπό τά φτερά του κύκνου. / Κρατούσες τή ζωή μας στήν παλάμη σου. / "Υστερα άπ’ τό πικρό ψωμί της ξενιτιάς / τή νύχτα αν μείνουμε μπροστά στον άσπρο τοίχο / ή φωνή σου μάς πλησιάζει σάν ελπιση φωτιάς / καί πάλι αύτός ό άγέρας άκονίζει / πάνω στά νεΰρα μας ένα ξυράφι. // Σου γράφουμε ο καθένας τά ίδια πράματα / καί σωπαίνει ό καθένας μπρος στον άλλον / κοιτάζοντας, ό καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά / τό φώς καί τό σκοτάδι στή βουνοσειρά / κι εσένα. / Ποιος θά σηκώσει τη θλίψη τούτη απ’ την καρδιά μας; / Χτες βράδυ μιά νεροποντή καί σήμερα / βαραίνει πάλι ό σκεπασμένος ούρανός. Οί στοχασμοί μας / σάν τις πευκοβελόνες της χτεσινης νεροποντής / στήν πόρτα τοΰ σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι / θέλουν νά χτίσουν εναν πύργο πού γκρεμίζει. // Μέσα σε τοΰτα τά χωριά τ’ άποδεκατισμένα / πάνω σ’ αύτό τον κάβο, ξέσκεπο στο νοτιά / μέ τή βουνοσειρά μπροστά μας πού σε κρύβει, / ποιος θά μας λογαριάσει τήν απόφαση τής λησμονιας; / Ποιος θά δεχτεί τήν προσφορά μας, στο τέλος αύτό τοΰ φθινοπώρου.