G. S.ren erara
Noranahi bidaiatzen dudala ere, Greziak zauritu egiten nau.
Pilio-n, gaztainondo artean Zentauroren alkandora
labaintzen zen hostoen artean nire gorputzean kiribiltzeko
nik aldapa igo eta itsasoak jarraitzen ninduen bitartean
goraka bera ere termometroaren zilarbizia bezala
harik eta mendiko urak aurkitu genituen arte.
Santorinin, hondoratzen ari ziren irlak ukitzen nituen bitartean
hor nonbait txirula bat apar-harrietan jotzen entzuten nuen bitartean
eskua ontzigainean iltzatu zidan
desagerturiko gaztaro baten mugaldetik
itsumustuan jaurtitako gezi batek.
Mizenasen, harri handiak jaso nituen eta atreotarren altxorrak
eta beraiekin egin nuen lo Menelaoren Helena Ederra hotelean;
egunsentian soilik desagertu ziren Kasandrak alara egin zuenean
lepo beltzetik oilar bat zintzilik zuela.
Spetsesen, Porosen eta Mikonosen
amorratu egin ninduten barkarolek.
Zer nahi dute horiek guztiek
Atenasen edo Pireon daudela esaten dutenek?
Badator bat Salaminatik eta galdetzen dio besteari “Omoniatik al hator?”
“Ez, Sintagmatik nentorrek” erantzuten du eta pozik dago
“Giannisekin egin diat topo eta izozki batera gonbidatu nau”.
Bien bitartean Greziak bidaiatzen du
ez dakigu ezer ez dakigu itsasgizonak lurrean garela gu guztiok
ez dugu ezagutzen portuko mingostasuna ontzi guztiak abiatzen direnean;
iseka egiten diegu hori sentitzen dutenei.
Jende bitxia, Atikan dagoela esan eta inon ez dagoena;
azukre-almendrak erosten dituzte ezkontzarako
“ile-lozioa” daramate argazkiak ateratzen dituzte
gaur usoen eta loreen atzealde baten aurrean eserita ikusi dudan gizonak
lagatzen zuen argazkilari zaharraren eskuak leundu ziezazkion zimurrak,
bisaian utzitakoak
zeruko hegazti guztiek.
Bien bitartean Greziak bidaiatzen du etengabe bidaiatzen du
eta ikusten badugu “Egeo itsasoa gorpuz loratua”
itsasontzi handira igerian heldu nahi izan zuten haiek dira
itsasoratu ezin duten ontzien zain aspertu ziren haiek
elsia samotrazia anbrazikoa.
Uluka ari dira itsasontziak orain Pireon gautzen ari dela
uluka etengabe uluka baina ez da dibidietarik mugitzen
ez du kate batek ere distira egiten ilunabarreko azken argiak blaituta
kapitaina harrituta geldi dago zuriaren eta urrezkoaren artean.
Noranahi bidaiatzen dudala ere, Greziak zauritu egiten nau;
mendi artxipelago granito biluzien errezela…
Bidaiatzen duen itsasontziari ag onia 937 deritzo.
Aulis ontzian, abiatzeko zain.
1936ko uda
Με τον τροπο του Γ.Σ.
"Οπου και νά ταξιδέψω ή Ελλάδα μέ πληγώνει. // Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές τό πουκάμισο του Κενταύρου / γλιστρούσε μέσα στά φύλλα γιά νά τυλιχτεί στο κορμί μου / καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι ή θάλασσα μ’ ακολουθούσε / άνεβαίνοντας κι αύτή σάν τον υδράργυρο θερμομέτρου / ώσπου νά βρούμε τά νερά τοΰ βουνού. / Στή Σαντορίνη άγγίζοντας νησιά πού βουλιάζαν / άκούγοντας νά παίζει ενα σουραύλι κάπου στις άλαφρόπετρες / μου κάρφωσε τό χέρι στήν κουπαστή / μιά σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά / άπό τά πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης. / Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τούς θησαυρούς των Ατρειδών / και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «'Ωραίας Ελένης του Μενελάου»· / χάθηκαν μόνο τήν αύγή πού λάλησε ή Κασσάντρα / μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της. / Στις Σπέτσες στον Πόρο καί στή Μύκονο / μέ χτίκιασαν οί βαρκαρόλες. / Τί θέλουν όλοι αύτοί πού λένε / πώς βρίσκουνται στήν Αθήνα ή στον Πειραιά; / Ό ένας έρχεται άπό τή Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Όμονοίας» / «Όχι έρχομαι έκ Συντάγματος» άπαντα κι ειν’ εύχαριστημένος / «βρήκα το Γιάννη καί μέ κέρασε ένα παγωτό». / Στο μεταξύ ή Ελλάδα ταξιδεύει / δέν ξέρουμε τίποτε δέν ξέρουμε πώς είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς / δέν ξέρουμε τήν πίκρα του λιμανιού σάν ταξιδεύουν δλα τά καράβια- / περιγελάμε έκείνους πού τή νιώθουν. // Παράξενος κόσμος πού λέει πώς βρίσκεται στήν Αττική καί δέ βρίσκεται πουθενά" / άγοράζουν κουφέτα γιά νά παντρευτοΰνε / κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται / ό άνθρωπος πού είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο μέ πιτσούνια καί μέ λουλούδια / δέχουνταν τό χέρι τοΰ γερο-φωτογράφου νά τοΰ στρώνει τις ρυτίδες / πού είχαν άφήσει στο πρόσωπό του / δλα τά πετεινά τ’ ούρανοΰ. // Στο μεταξύ ή Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει / κι άν «όρώμεν άνθοΰν πέλαγος ΑΐγαΤον νεκροΐς» / είναι εκείνοι πού θέλησαν νά πιάσουν το μεγάλο καράβι μέ τό κολύμπι / εκείνοι που βαρέθηκαν νά περιμένουν τά καράβια πού δέν μπορούν νά κινήσουν / τήν ΕΛΣΗ τή ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ. / Σφυρίζουν τά καράβια τώρα πού βραδιάζει στον Πειραια / σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μά δέν κουνιέται κανένας άργάτης / καμιά αλυσίδα δέν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως πού βασιλεύει / ό καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μές στ’ άσπρα και στά χρυσά. // "Οπου καί νά ταξιδέψω ή Ελλάδα μέ πληγώνει- / παραπετάσματα βουνών άρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες... / Τό καράβι πού ταξιδεύει τό λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.