I. Hampstead
Hegoa hautsitako txori bat bezala
urteetan airean zehar bidaiatu duena
haizea eta ekaitza
jasateko txori ezgauza bat bezala
amiltzen da gaua.
Belar berdearen gainean
gau osoan dantzan aritu ziren hiru mila aingeru
altzairua bezain biluzik,
amiltzen ari da gau zurbila:
hiru mila aingeruek hegoak tolestu zituzten eta bihurtu ziren
zakur bat
ahaztua
zaunka egiten duena
bakarrik
eta bere jabearen
edo azken judizioaren
edo hezur baten bila dabilena.
Orain patxada apur bat bilatzen dut
aski izango nuke txabola bat muino batean
edo hondartzaren batean
aski izango nuke nire leiho aurrean
anilez melatutako izara bat
itsasoa bezala zabalduta
aski izango nuke krabelin bat
nire loreontzian, artifiziala izan arren,
paper gorri bat alanbre batean bilduta
esfortzurik gabe haizeak
haizeak menderatu ahal izateko moduan
nahi beste.
Amilduko litzateke gaua
artaldeek durundatuko lukete kortara jaistean
gogoeta oso erraz eta zoriontsu batek bezala
eta ni lotara joango nintzateke
ez bainuke edukiko
ez kandela bakar bat ere pizteko,
ez argirik,
leitzeko.
1931
A’. Hampstead
Σάν ενα πουλί μέ σπασμένη φτερούγα / πού θά ’χε χρόνια μέσα στον άγέρα ταξιδέψει / σάν ένα πουλί πού δέν μπόρεσε νά βαστάξει / τον άγέρα καί τη φουρτούνα / πέφτει τό βράδυ. / Πάνω στο πράσινο χορτάρι / είχαν χορέψει όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες άγγέλοι / γυμνοί σάν άτσάλι, / πέφτει τό βράδυ χλωμό" / οί τρεις χιλιάδες άγγέλοι / μαζέψαν τά φτερά τους καί γενηκαν / ένα σκυλί / ξεχασμένο / πού γαβγίζει / μοναχό / καί γυρεύει τον άφέντη του / ή τη δευτέρα παρουσία / ή ένα κόκαλο. / Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία / θά μου ’φτανε μιά καλύβα σ’ ένα λόφο / ή σέ μιά άκρογιαλιά / θά μου ’φτανε μπροστά στο παράθυρό μου / ένα σεντόνι βουτημένο στο λουλάκι / απλωμένο σάν τή θάλασσα / θά μου ’φτανε στή γλάστρα μου / έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο / ένα κόκκινο χαρτί σ’ ένα τέλι / έτσι πού νά μπορεί ό άγέρας / ό άγέρας νά τό κυβέρνα χωρ'ις προσπάθεια / δσο θέλει. / Θά ’πεφτε τό βράδυ / τά κοπάδια θ’ αντιλαλούσαν κατεβαίνοντας στο μαντρί τους / σά μιά πολύ άπλή κι εύτυχισμένη σκέψη / και θά ’πεφτα νά κοιμηθώ / γιατ'ι δέ θά ’χα / ούτε ένα κερί ν’ άνάψω, / φώς, / νά διαβάσω.