XVII
Astianakte
Abiatzera zoazen honetan eraman zurekin umea
bananondo haren azpian argia ikusi zuena,
tronpetek durundatzen eta armek dirdiratzen zuten egun batean
eta zaldi izerditsuak makurtzen zirenean
ezpain hezeekin askan
ur-azal berdea ukitzera.
Gure gurasoen zimurrak dituzten olibondoak
gure gurasoen jakituria duten haitzak
eta gure anaiaren odol bizia lurrean
zorion sendoa ziren, arau emankor bat
haien eskaria ezagutzen zuten arimentzat.
Abiatzera zoazen honetan, ordainketaren eguna
argitzen ari den honetan, inork ez dakien honetan
nor hilko duen eta nola hilko den,
eraman zurekin
bananondo haren hostoen azpian argia ikusi zuen umea
eta irakatsiozu zuhaitzak aztertzen.
ΙΖ’. Αστταναξ
Τώρα πού θά φύγεις πάρε μαζί σου καί το παιδί / πού είδε τό φως κάτω άπό εκείνο τό πλατάνι, / μιά μέρα πού αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα / καί τ’ άλογα ίδρωμένα σκύβανε ν’ άγγίξουν / την πράσινη επιφάνεια τοΰ νερού / στη γούρνα μέ τά ύγρά τους τά ρουθούνια. // Οί έλιές μέ τις ρυτίδες των γονιών μας / τά βράχια μέ τη γνώση των γονιών μας / καί τό αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα / ήτανε μιά γερή χαρά μιά πλούσια τάξη / γιά τις ψυχές πού γνώριζαν τήν προσευχή τους. // Τώρα πού θά φύγεις, τώρα πού ή μέρα τής πληρωμής / χαράζει, τώρα πού κανείς δέν ξέρει / ποιόν θά σκοτώσει καί πώς θά τελειώσει, / πάρε μαζί σου τό παιδί πού είδε τό φώς / κάτω άπ’ τά φύλλα εκείνου του πλατάνου / καί μάθε του νά μελετά τά δέντρα.