Uharka
Hemen, lurrean errotu zen uharka bat
gordetzen den ezkutuko uraren babesleku.
Estalkia, urrats ozenak. Izarrak
ez dira nahasten bere bihotzarekin. Egunero
hazten da, irekitzen, ixten, ez du ukitzen.
Goian mundua zabaltzen da haizemaile baten moduan
eta haizearen putz egitearekin jolasten da
ilunabarrean hiltzen den erritmoan
alferrik harrotzen ditu hegoak eta taupadak ematen ditu
predestinaturiko oinazearen txistu-hotsaz bat.
Gau gupidagabe baten kupularen kurban
kezkek zanpatu egiten dute eta pozak igarotzen dira
halabeharraren karraska biziarekin
aurpegiak argiztatzen dira distira egiten dute lipar batez
eta ebanozko iluntasunean itzaltzen dira.
Forma iheskorrak! Begiak errenkadan
pirritan doaz samintasunaren lubakian
eta egun handiaren zantzuek
jasotzen dituzte eta hurreratzen
bahisaririk eskatzen ez duen lur beltzera.
Gizakiaren gorputza lurrerantz makurtzen da
amodioak egarri izaten jarrai dezan;
denboraren hatzek marmol bihurtuta
biluzik erortzen da estatua
apurka-apurka leuntzen duen bular handira.
Malko bila dabil amodioaren egarria
arrosak okertu egiten dira —arima gurea—
hostoetan entzuten da unibertsoaren pultsua
iluntzea gerturatzen ari da ibiltari baten moduan
gero gaua eta gero hilobia…
Baina hemen lurrean errotu zen uharka bat
babesleku sekretua, epela, gorputz bakoitzaren
intziria haizean gordetzen duena
lehia gauarekin egunarekin,
hazten ari da mundua, igarotzen, ez du ukitzen.
Orduak iragaten dira, eguzkiak eta ilargiak,
baina ura gogortu egin da ispilu baten gisara;
itxaropena begiak zabalik
bela guztiak hondoratzen direnean
hura elikatzen duen itsasoaren mugaldean.
Bakarrik, eta bere bihotzean halako jendetza
bakarrik, eta bere bihotzean halako adorea
eta halako atsekabea, tantaka-tantaka bakarrik
tirain mingotsean bizi den
mundurantz sareak jaurtika.
Olatua besarkadatik aldendu zenean
ai, besarkadan amaituko balitz
ai, amodiorik egongo balitz itsasertzean
bere lerroa apurtu baino lehentxeago
hondarretan apar gisa gelditu zen olatua.
Ardi-larrua bezala hedatutako beroa,
otzana, estutasuna lasai saihestu zuen
basapiztia lokartua bezala
eta loaren atea jo zuena
zilarra darion lorategiaren bila.
Eta gorputz ezkutu bat, garrasi sakona
heriotzaren haitzulotik aterea,
ur bizia hobian nola
belarretan distiratzen duen ura bezala
bakarti eta sustrai ilunekin solas egiten duena…
O! Gure bizitzaren sustraitik hurbilago
gure gogoetak eta zorigaitzak baino!
O! Betazalak itxita begiratzen gaituen
gure anaia ankerra baino hurbilago
eta lantza gure alboan baino ere hurreago!
O! Bat-batean gure ukitzean leunduko balitz
orain estutzen gaituen isiltasunaren azala,
ahaztu dezagun, oi jainkoak,
etengabe hazten den eta etengabe estutzen gaituen errua,
aldendu gaitezen ezagutzatik eta gosetik!
Gure zauriaren mina batzen
gure zauriaren minetik irteteko
gure gorputzaren mingostasuna batzen
gure gorputzaren mingostasunetik irteteko
gure zauriaren odolean arrosak loratzearren.
Itzul dadila dena lehengora
hatzetan begietan eta ezpainetan
utz dezagun gaixotasun zaharkitua
sugeek hirusta berdeen artean
lagatako muda horia.
Egundoko amodioa eta aratza, lasaitasuna!
Gau batean sukar errearen erdian
apalki makurtu zinen, kurba biluzia,
hego zuria artalde gainetik
esku leuna lokian bezala.
Ekarri zintuen itsasoak eraman zintuen
limoiondoak loratzen diren lekura hara
orain Moirak eztiro esnatu direnean
mila aurpegi hiru zimur soilekin
hilartitzera laguntzeko jarriak.
Mirra-eramaileek miroloďak abesten dituzte
gizakien itxaropenak jarrai dezan
begietan ziriztatuta sugarrekin argiztatzen
udaberriaren akiduragatik izerditzen den
lur itsua.
Haragoko munduaren sugarrak, farolak
gaur erne den udaberriaren gainean,
itzal atsekabetsuak koroa hiletan
urratsak… urratsak… ezkila geldoak
kate ilun bat askatzen du —
“Hiltzen ari gara! Hiltzen ari dira gure jainkoak!...”
Ondotxo dakite marmolek,
egunsenti zuriak bezala biktimarenganantz begiratzen dutenek,
arrotz, betazalez beteta, gorpuzki,
heriotzaren jendetzak igarotzen diren bitartean.
………………………………………………………………
………………………………………………………………
………………………………………………………………
………………………………………………………………
………………………………………………………………
Urruti igaro ziren, beren samin
beroa iraungitako argizarietatik hur,
euren bekoki makurtuetan
eguerdiroko bizitza zoriontsua inskribatzen zutenak
aztikeriak itzaltzen direnean, eta izarrak.
Baina gauak ez du egunsentian sinesten
eta maitasuna heriotza ehotzeko bizi da
ber gisan, arima askea bezalaxe,
isiltasuna irakasten duen uharka bat
sutan dagoen hiriaren erdian.
Η στέρνα
Έδώ, στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα / μονιά κρυφοΰ νεροΰ πού θησαυρίζει. / Σκεπή της βήματα ηχερά. Τ’ αστέρια / δε σμίγουν την καρδιά της. Κάθε μέρα / πληθαίνει, άνοιγοκλεΐ, δεν την αγγίζει. // Ανοίγει 6 πάνω κόσμος σά ριπίδι / και παίζει μέ τό φύσημα του ανέμου, / μ’ ένα ρυθμό πού ξεψυχάει στο δείλι / φτεροκοπάει άνέλπιδα και σφύζει / στο σφύριγμα του πόνου του γραμμένου. // Στο πύργωμα του θόλου άνέλεης νύχτας / πατοΰνε οί έννοιες κι οί χαρές διαβαίνουν, / μέ τό γοργό κροτάλισμα της μοίρας / πρόσωπα ανάβουν λάμπουν μιά στιγμή / καί σβήνουνται σ’ ένα σκοτάδι έβένου. // Μορφές πού φεύγουν! Όρμαθοί τά μάτια / κυλοϋν βαλμένα σ’ ένα αύλάκι πίκρα / καί της μεγάλης μέρας τά σημάδια / τις παίρνουν καί τις φέρνουν πιο σιμά / στη μαύρη γης πού δε γυρεύει λύτρα. // Στο χώμα γέρνει τό κορμί του ανθρώπου / για ν’ άπομείνει ή διψασμένη αγάπη- / μαρμαρωμένο στ’ άγγιγμα του χρόνου / τό άγαλμα πέφτει γυμνό στον άδρό / κόρφο πού τό γλυκαίνει άγάλι-άγάλι. // Δάκρυα γυρεύει ή δίψα της άγάπης / τά τριαντάφυλλα σκύβουν — ή ψυχή μας — / στά φύλλα άκούγεται ό παλμός της πλάσης / τό απόβραδο σιμώνει σά διαβάτης / ύστερα ή νύχτα κι ύστερα τό μνήμα... // Μά έδώ στο χώμα ρίζωσε μιά στέρνα / κρυφή μονιά, ζεστή, πού θησαυρίζει / κάθε κορμιού τό βόγκο στον άγέρα / τη μάχη μέ τή νύχτα μέ τή μέρα, / πληθαίνει ό κόσμος, πάει, δεν τήν άγγίζει. // Περνούνε οί ώρες, ήλιοι καί φεγγάρια, / μά τό νερό έχει δέσει σάν καθρέφτης- / ή άπαντοχή μέ τά ορθάνοιχτα μάτια / δταν βυθίσουν δλα τά πανιά / στήν άκρη του πελάγου πού τή θρέφει. // Μόνη, καί στήν καρδιά της τόσο πλήθος / μόνη, καί στήν καρδιά της τόσος μόχθος / καί τόσος πόνος, στάλα-στάλα μόνος / τά δίχτυα ρίχνοντας μακριά στον κόσμο / πού ζεΐ μ’ ένα κυμάτισμα πικρό. // Σάν άνοιξε τό κύμα άπ’ τήν άγκάλη / νά ’τανε στήν άγκάλη νά τελειώσει / νά ’τανε τήν άγάπη στ’ ακρογιάλι / πριν σπάσει τή γραμμή του νά μας δώσει / τό κύμα ώς έμεινε στήν άμμο άφρός. // Μιά ζεστασιά απλωμένη σάν προβιά, / ήμερη σάν τό κοιμισμένο άγρίμι / πού ξέφυγε ήσυχο τό καρδιοχτύπι / καί χτύπησε στον ύπνο νά ζητήσει / τό περιβόλι δπου σταλάζει άσήμι. // Κι ενα κορμί κρυφό, βαθιά κραυγή / βγαλμένη άπό τό σπήλαιο του θανάτου, / σάν τό νερό ζωηρό μέσα στ’ αύλάκι / σάν τό νερό πού λάμπει στο χορτάρι / μονάχο καί μιλεΐ στις μαύρες ρίζες... // Ώ! πιο κοντά στή ρίζα της ζωής μας / άπό τή σκέψη μας κι άπό τήν έννοια! / ’Ώ πιο κοντά άπό τό σκληρό άδερφό μας / πού μας κοιτάει μέ βλέφαρα κλεισμένα / κι άπό τή λόγχη άκόμα στο πλευρό μας! // ’Ώ! ν’ άπαλύνει ξάφνω στήν αφή μας / τό δέρμα της σιωπής πού μας στενεύει, / νά λησμονήσουμε, θεοί, τό κρίμα / πού δλο πληθαίνει κι δλο μας βαραίνει, / νά βγούμε άπό τή γνώση κι άπ’ τήν πείνα! // Μαζεύοντας τον πόνο της πληγής μας / νά βγούμε άπό τον πόνο της πληγης μας, / μαζεύοντας την πίκρα του κορμιού μας / νά βγούμε άπό την πίκρα του κορμιού μας, / ρόδα ν’ άνθίσουν στο αίμα της πληγης μας. // "Ολα νά γίνουνε ξανά σάν πρώτα / στά δάχτυλα στά μάτια καί στά χείλια, / ν’ άφήσουμε τη γερασμένη άρρώστια / πουκάμισο πού άφήσανε τά φίδια / κίτρινο μες στά πράσινα τριφύλλια. // Μεγάλη άγάπη κι άχραντη, γαλήνη! / Μέσα στη ζωντανή θέρμη ένα βράδυ / λύγισες ταπεινά, γυμνή καμπύλη, / λευκή φτερούγα πάνω άπ’ τό κοπάδι / σάν άπαλή στον κρόταφο παλάμη. // Τό πέλαγο πού σ’ έφερε σέ πήρε / πέρα στις λεμονιές τις άνθισμένες / τώρα πού γλυκοξύπνησαν οί μοίρες / χίλιες μορφές μέ τρεις άπλές ρυτίδες / στον έπιτάφιο συνοδεία βαλμένες. // Σέρνουνε μοιρολόγια οί μυροφόρες / ν’ άκολουθήσει ή ελπίδα τών άνθρώπων / στά μάτια σφηνωμένη μέ τις φλόγες / φωτίζοντας τό χώμα τό τυφλό / πού ιδρώνει άπό της άνοιξης τον κόπο. // Φλόγες τοϋ πέρα κόσμου, πυροφάνια / πάνω στην άνοιξη πού σήμερα άναβλύζει, / ίσκιοι θλιμμένοι στά νεκρά στεφάνια / βήματα... βήματα... ή άργή καμπάνα / μιά σκοτεινή άλυσίδα ξετυλίγει — // «Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οί θεοί μας!...» / Τά μάρμαρα τό ξέρουν πού κοιτάζουν / σάν άσπρη χαραυγή πάνω στο θύμα / ξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμμια, / καθώς περνούν τά πλήθη του θανάτου. // . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . / . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . / . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . / . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . / . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . // Περάσανε μακριά, μέ τον καημό τους / ζεστό κοντά στά χαμηλά άγιοκέρια / πού γράφανε στο σκυφτό μέτωπό τους / τή ζωή πασίχαρη στά μεσημέρια / δταν σβηστοΰν τά μάγια καί τ’ άστέρια. // Μά ή νύχτα δεν πιστεύει στήν αύγή / κι ή άγάπη ζει τό θάνατο νά υφαίνει / έτσι, σάν τήν ελεύθερη ψυχή, / μιά στέρνα πού διδάσκει τή σιγή / μέσα στήν πολιτεία τή φλογισμένη.