V
Ez genituen ezagutu
funtsean itxaropenak zioen
ume-umetatik ezagutu genituela.
Agian bitan ikusi genituen eta gero ontzira igo ziren;
ikatz-zamaontziak, zereal-zamaontziak, eta gure lagunak
betiko galduta ozeanoaz haraindi.
Egunsentiak lanpara unatuaren ondoan harrapatu gaitu
paperean nekez eta trakets margotzen
ontziak sirenak edo itsas kurkuiluak;
iluntzean ibaira jaisten gara
itsasorako bidea erakusten digulako,
eta mundrun usaineko sotoetan ematen ditugu gauak.
Gure lagunak abiatu ziren
agian ez genituen inoiz ikusi, agian
loak oraindik arnasa hartzen duen olaturantz
hurreratu gintuenean aurkitu genituen
agian haien bila gabiltza beste bizitzaren bila gabiltzalako,
estatuetatik haratago.
Ε’
Δέν τούς γνωρίσαμε / ήταν ή ελπίδα στο βάθος πού έλεγε / πώς τούς είχαμε γνωρίσει άπό μικρά παιδιά. / Τούς είδαμε ίσως δυο φορές κι έπειτα πήραν τά καράβια- / φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οί φίλοι μας / χαμένοι πίσω άπό τον ώκεανό παντοτινά. / Ή αύγή μας βρίσκει πλάι στήν κουρασμένη λάμπα / νά γράφουμε άδέξια καί μέ προσπάθεια στο χαρτί / πλεούμενα γοργόνες ή κοχύλια- / τό άπόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι / γιατί μας δείχνει τό δρόμο προς τή θάλασσα, / καί περνούμε τις νύχτες σέ ύπόγεια πού μυρίζουν κατράμι. // Οί φίλοι μας έφυγαν / ίσως νά μήν τούς είδαμε ποτές, ίσως / νά τούς συναπαντήσαμε δταν άκόμη ό ύπνος / μας έφερνε πολύ κοντά στο κύμα πού άνασαίνει / ίσως νά τούς γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε τήν άλλη ζωή, / πέρα άπό τ’ άγάλματα.